02 Φεβ
Σε μία νέα επαναστατική έρευνα (που περιέλαβε 3 μελέτες, με χρήση δεδομένων από το Αμερικανικό Κολλέγιο Αθλητιατρικής και το FBI), οι επιστήμονες εστίασαν σε ένα σημαντικό αλλά αγνοούμενο έμμεσο κόστος που συνεπάγεται η έλλειψη καλής φυσικής κατάστασης – την παραβατικότητα.
Η παραβατικότητα ή εκτροπή, αναφέρεται στην εκούσια συμπεριφορά που παραβιάζει τα πρότυπα λειτουργίας των επιχειρήσεων ή της κοινωνίας και απειλεί την ευημερία τους. Οι κλοπές από εργαζόμενους σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς εκτιμάται ότι φτάνουν τα 40 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, που είναι σχεδόν δέκα φορές το κόστος όλων μαζί των εγκλημάτων που διαπράττονται στο δρόμο, συμπεριλαμβανομένων των διαρρήξεων και των ληστειών (σύμφωνα με τις στατιστικές του FBI).
Μέχρι σήμερα, η εγκληματολογια, με την περιορισμένη μεθοδολογία της υποστήριζε ότι οι άνθρωποι με καλή φυσική κατάσταση είναι πιο πιθανό να συμπεριφέρονται με παραβατικό τρόπο. Ωστόσο, μια νέα έρευνα βασίστηκε στη θεωρία του αυτοελέγχου για να προτείνει ακριβώς το αντίθετο: ότι οι άνθρωποι με καλή φυσική κατάσταση είναι λιγότερο πιθανό να εμπλακούν σε παραβατικές ενέργειες.
Στις τρεις μελέτες της έρευνας, που εκτείνεται σε μια περίοδο 9 ετών, συγκεντρώθηκε ένα σύνολο δεδομένων από 50 μητροπολιτικές περιοχές των Η.Π.Α. και βρέθηκε ότι ο δείκτης φυσικής κατάστασης μιας μητροπολιτικής περιοχής σχετίζεται αρνητικά με την παραβατικότητα σε αυτήν την περιοχή. Συνελεξαν δεδομένα από πολλαπλές πηγές και επίσης εξετάστηκε ένα δείγμα εργαζομένων σε υπηρεσίες για το πώς επιδρά η σωματική άσκηση (ή η έλλειψη της) στην παραβατικότητα μέσα στο χώρο εργασίας.
Η σωματική δραστηριότητα περιλαμβάνει μια ισορροπία ανάμεσα στο βραχυπρόθεσμο κόστος (π.χ. ο χρόνος που αφιερώνει κανείς στη σωματική εξάσκηση και η κόπωση) και στα μακροπρόθεσμα οφέλη (π.χ. καλή σωματική υγεία και ικανότητα αυτοελέγχου). Έτσι, τα άτομα που γυμνάζονται περισσότερο, κατά μέσο όρο, είναι πιο πιθανό με την πάροδο του χρόνου να αναπτύξουν ικανότητα αυτοελέγχου, δηλαδή να παρακάμψουν μια επιθυμία ή μια παρόρμηση, έτσι ώστε να είναι καλύτερα εξοπλισμένα προκειμένου να επιδιώξουν υψηλότερους εργασιακούς στόχους, σε σύγκριση με άτομα που ασχολούνται με ελάχιστη σωματική δραστηριότητα.
Για παράδειγμα, εκείνοι που ακολουθούν ένα πρόγραμμα προπόνησης όπως η άρση βαρών και η προπόνηση αντίστασης για τρεις έως τέσσερις φορές την εβδομάδα, παρουσιάζουν σημαντική βελτίωση στην ικανότητα αυτοελέγχου, όπως έδειξαν οι μετρήσεις της μελέτης για μια περίοδο τεσσάρων μηνών. Επίσης τα άτομα που γυμνάζονται περισσότερο είναι πιο πιθανό να ασκούν αυτοέλεγχο τηρώντας διατροφικούς περιορισμούς, σε σύγκριση με εκείνους που γυμνάζονται ελάχιστα. Τόσο η διατροφή όσο και η άσκηση δρουν ευεργετικά και στην καλή φυσική κατάσταση αλλά και σε άλλους σημαντικούς τομείς στους οποίους απαιτείται αυτοέλεγχος.
Τα ευρήματά αυτής της νέας έρευνας απενοχοποιούν τη γυμνασμένη σωματική διάπλαση και διαψεύδουν τους μελετητές της εγκληματολογίας που υποστήριζαν ότι οι άνθρωποι με καλή φυσική κατάσταση είναι πιο πιθανό να εμπλακούν σε παραβατική συμπεριφορά.
Η πρόσφατη αυτή έρευνα αμφισβητεί την ισχύουσα έρευνα της εγκληματολογίας (η οποία ήταν σε μεγάλο βαθμό θεωρητική) μέσω μιας θεωρίας με δυνατά θεμέλια και με πιο ισχυρές μεθόδους για την εξαγωγή οριστικών συμπερασμάτων και έχει ως αποτέλεσμα, να επιλυθεί σε μεγάλο βαθμό ένα μακροχρόνιο παζλ που αφορά τη συσχέτιση της καλής φυσικής κατάστασης με την παραβατικότητα και είναι πιθανό να δώσει τέλος στους ξεπερασμένο, εμπειρικούς και ανεπαρκείς ισχυρισμούς της εγκληματολογίας.
«Όσον αφορά τους εργαζόμενους, οι τεράστιες αρνητικές συνέπειες που προκαλούν οι εξουθενωτικές εργασιακές συνθήκες στη σωματική τους κατάσταση έχουν επίσης κι ένα μεγάλο, αθέατο έως τώρα, υψηλό κόστος, το οποίο μεταφράζεται σε «οικονομικές» απώλειες σε βάρος της ομαλής λειτουργίας των επιχειρήσεων και της κοινωνίας», υποστηρίζουν οι ερευνητές.
«Λαμβάνοντας υπόψη το κόστος που προκύπτει από την παραβατικότητα, η ελπίδα μας είναι ότι οι επιχειρήσεις και οι κοινωνίες θα επενδύσουν περισσότερο στην προώθηση της καλής φυσικής κατάστασης η οποία μπορεί όχι μόνο να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο να πετύχει ένας εργαζόμενος να αποδώσει τα μέγιστα στην εργασία του, αλλά να έχει επίσης σημασία για το θετικό κοινωνικό αντίκτυπο στην σύγχρονη οικονομία».
ΠΗΓΗ: American Psychological Association https://doi.org/10.1037/apl0000916 – Journal of Applied Psychology.
Δέσποινα Ιωαννίδου
Δημοσιογράφος, Προπονήτρια Σωματικής Διάπλασης
(Bodybuilding & Fitness) της Γεν. Γραμματείας Αθλητισμού