24 Νοέ
Όλοι οι άνθρωποι έχουν μια τάση να αξιολογούν τους εαυτούς τους μέσω της σύγκρισης με άλλους. Αυτή η τάση ονομάζεται κοινωνική σύγκριση (Festinger, 1954). Όταν θέλουμε να αξιολογήσουμε την εμφάνιση μας πολλές φορές έχουμε την τάση να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με άτομα των οποίων τα χαρακτηριστικά και οι ικανότητες είναι καλύτερες (ανοδική κοινωνική σύγκριση) ή χειρότερες (καθοδική κοινωνική σύγκριση) από τις δικές μας.
Οι άνθρωποι στη σύγχρονη ψηφιακή κουλτούρα έχουν πολλές ευκαιρίες κοινωνικής σύγκρισης με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ακόμη και με αλληλεπιδράσεις που δεν γίνονται πρόσωπο με πρόσωπο. Οι χρήστες εφαρμογών γυμναστικής, ιδιαίτερα όσοι χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπορεί να έχουν περισσότερες ευκαιρίες να δουν τις δημοσιεύσεις γυμναστικής άλλων χρηστών.
Οι λειτουργίες της κοινωνικής αλληλεπίδρασης στις εφαρμογές γυμναστικής επιτρέπουν και ενθαρρύνουν τους χρήστες να κάνουν συγκρίσεις με άλλους. Πόσα βήματα έκαναν, πόσες θερμίδες έκαψαν, τι επιδόσεις είχαν οι συνδεδεμένοι φίλοι, τι ενδιαφέροντα και τι στόχους είχαν. Επειδή η κοινωνική σύγκριση γίνεται για αυτοαξιολόγηση ή αυτοβελτίωση, η σύγκριση της ικανότητας της φυσικής κατάστασης του εαυτού μας με άλλους μπορεί να επηρεάσει τη σωματική και ψυχολογική μας ευεξία, είτε θετικά είτε αρνητικά.
Το πώς επιδρά αυτή η σύγκριση της φυσικής κατάστασης στις πεποιθήσεις των χρηστών εφαρμογών γυμναστικής σχετικά με την αυτο-αποτελεσματικότητα*, τα κίνητρα και τη συμμετοχή τους σε προγράμματα σωματικής άσκησης έγινε αντικείμενο εξέτασης από μία μελέτη[1] που διερεύνησε την “κοινωνική σύγκριση των αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φυσικής κατάστασης από χρήστες εφαρμογών γυμναστικής”.
Στη μελέτη αυτή πάνω από τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι είδαν αναρτήσεις άλλων στο Facebook (84,7%) και στο Instagram (76,7%,). Περίπου το ένα τρίτο αυτών των ερωτηθέντων είδε δημοσιεύσεις της φυσικής κατάστασης άλλων στο YouTube (33,3%) και στο Twitter – τώρα Χ (33,3%), ενώ το 19,6% είδε δημοσιεύσεις φυσικής κατάστασης στο Snapchat.
Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι η καθοδική σύγκριση της φυσικής κατάστασης (δηλαδή, όταν συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με άτομα των οποίων τα χαρακτηριστικά και οι ικανότητες είναι χειρότερες από τις δικές μας) φάνηκε να εμποδίζει την “αυτό-αποτελεσματικότητα” μας δηλαδή, να μην πιστεύουμε στην ικανότητα μας ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε με επιτυχία ένα πρόγραμμα εξάσκησης μέσω εφαρμογών Fitness. Επίσης τα αποτελέσματα μίας άλλης έρευνας για την καθοδική σύγκριση συσχετίστηκαν με αυξημένο άγχος και ανησυχίες για το βάρος και το σχήμα του σώματος.[2]
Αντίθετα, τα άτομα που συμμετείχαν σε ανοδική σύγκριση φυσικής κατάστασης, συγκρίνοντας τους εαυτούς τους με άτομα των οποίων τα χαρακτηριστικά και οι ικανότητες ήταν καλύτερες, είχαν αυξημένα κίνητρα και συμμετοχή στις σωματικές δραστηριότητες.
Η σύγκριση του εαυτού μας με τους άλλους είναι μια φυσιολογική ανθρώπινη συμπεριφορά, αρκεί να το κάνουμε με τρόπο που μας ωφελεί, να μην ξεφεύγει από τα πλαίσια της λογικής και να μην υπερβάλλει. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι τα υγιή σώματα έχουν διάφορα σχήματα και μεγέθη και το κάθε σώμα ανταποκρίνεται διαφορετικά στην προπόνηση.
Ποιους και τι συγκρίνουμε – Συχνά συγκρίνουμε τα χειρότερα σημεία του εαυτού μας με τα καλύτερα που βλέπουμε στους άλλους. Επίσης, συχνά συγκρίνουμε τον εαυτό μας με ανθρώπους σε εντελώς διαφορετικές καταστάσεις, με εντελώς διαφορετικούς σωματότυπους από τους δικούς μας. Για ορισμένα άτομα, οι συγκρίσεις μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την αυτοεκτίμησή τους. Αν θέλουμε να χάσουμε λίπος, αντί να βρούμε ένα μοντέλο στο Instagram που έχει τη σωματική διάπλαση που θαυμάζουμε και που πέτυχε στην απώλεια λίπους για να αντιγράψουμε το ακριβές πλάνο του, είναι καλύτερο να αναζητήσουμε 10, 20 ή 30 άτομα που το κατάφεραν και να βρούμε ομοιότητες με τη δική μας περίπτωση.
Για παράδειγμα, όταν εργαζόμαστε σε ένα γραφείο πολλές ώρες την εβδομάδα, ας μην συγκρίνουμε τον εαυτό μας με έναν επαγγελματία αθλητή που προπονείται 5 ώρες την ημέρα. Καλύτερα να βρούμε έναν συνάδελφο, έναν φίλο ή έναν συγγενή με παρόμοιες καταστάσεις με τη δική μας και να δούμε τι μπορούμε να μάθουμε από την επιτυχία του.
Οι λέξεις έχουν δύναμη – Προσοχή στη γλώσσα που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε το σώμα μας. Η ντροπή, η ενοχή ή το μίσος για τη φυσική μας κατάσταση δεν είναι ψυχολογικά υγιείς προσεγγίσεις. Όταν βρούμε κάποιον του οποίου τους κοιλιακούς θαυμάζουμε, αντί να λέμε, «Θέλω τους κοιλιακούς του!», καλύτερα να πούμε «Θέλω να προπονηθώ όπως αυτός για 2 μήνες και να δω πώς θα ανταποκριθούν οι μύες μου». Αντί να λέμε, «μισώ την παχιά μου περιφέρεια», ας πούμε, «θα ήθελα να γίνω λίγο πιο αδύνατη». Αντί «δεν μπορώ ή δεν πρέπει να φάω αυτό» ας πούμε «θα προσπαθήσω να τρώω περισσότερα λαχανικά και δημητριακά ολικής αλέσεως» ή «να τρώω περισσότερες θερμίδες (αν χρειάζομαι μυικότητα) ή λιγότερες (αν θέλω να χάσω λίπος)». Με αυτόν τον τρόπο, λειτουργούμε μέσα από μια πιο θετική νοοτροπία αφθονίας, παρά μέσα από μια αρνητική νοοτροπία στέρησης ή αποφυγής.
Όσοι θέλουν να βελτιώσουν τη φυσική τους κατάσταση μπορούν να συγκρίνονται με άτομα που έχουν υψηλές επιδόσεις. Ωστόσο, η ανοδική σύγκριση έχει ιδιαίτερα προβληματικά και αρνητικά αποτελέσματα όταν γίνονται σωματικές συγκρίσεις με μη ρεαλιστικά πρότυπα, όπως ένα Avatar (μη ανθρώπινος, εικονικός χαρακτήρας που φτιάχνει κάποιος στο internet για να αντιπροσωπεύει τον εαυτό του ενώ συμμετέχει σε διαδικτυακές συνομιλίες ή σε παιχνίδια, ή μπορεί να είναι ένα cartoon, κτλ).[3]
Λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές μελέτες και έρευνες, προτείνεται στους προπονητές, στους γυμναστές και γενικά στους επαγγελματίες του fitness να ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να συγκρίνουν με ισορροπία τις ικανότητές τους στη φυσική κατάσταση με άλλους που έχουν καλύτερες επιδόσεις. Ακόμα και οι προγραμματιστές εφαρμογών γυμναστικής μπορούν επίσης να σχεδιάζουν εφαρμογές που επιτρέπουν στους χρήστες να έχουν περισσότερες ευκαιρίες για σύγκριση με άλλους που έχουν ανώτερες επιδόσεις, μέσα σε ρεαλιστικά πλαίσια.
ΠΗΓΕΣ
· [1] https://doi.org/10.1016/j.chb.
· [2] https://link.springer.com/
· [3] https://doi.org/10.1016/j.
· https://core.ac.uk/download/
*Η αυτοαποτελεσματικότητα είναι μία έννοια που εισήγαγε o Kαναδός Ψυχολόγος Albert Bandura. είναι πολύ σημαντική για την επίτευξη κάποιου στόχου, αναφέρεται στην πεποίθηση που έχουμε για την ικανότητα μας να φέρουμε εις πέρας ένα συγκεκριμένο έργο.
Δέσποινα Ιωαννίδου
Δημοσιογράφος, Προπονήτρια Σωματικής Διάπλασης
(Bodybuilding & Fitness) της Γεν. Γραμματείας Αθλητισμού